Αγωγή για ακύρωση καταγγελίας ΣΣΕ ΚΤΕΛ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ  ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ 
(διαδικασία εργατικών διαφορών)
 
ΑΓΩΓΗ
Της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Ομοσπονδία Συνδικάτων Μεταφορών Ελλάδος» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Μενάνδρου, αρ. 51, νόμιμα εκπροσωπούμενης. 
 
ΚΑΤΑ
1. Της επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Αυτοκινητιστών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Α.Ε.) που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Πειραιώς, αρ. 4, νομίμως εκπροσωπούμενης. 
2. Της επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία Πανελλαδική Ομοσπονδία Αυτοκινητιστών Υπεραστικών Συγκοινωνιών (Π.Ο.Α.Υ.Σ), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Πειραιώς, αρ. 4, νομίμως εκπροσωπούμενης. 
3. Της επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία Πανελλαδική Ομοσπονδία Αστικών Συγκοινωνιών (Π.Ο.Α.Σ), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Πειραιώς, αρ. 4, νομίμως εκπροσωπούμενης.  
 
 
Οι όροι αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των ΚΤΕΛ ρυθμίζονται αδιαλείπτως από το 1992 και εντεύθεν από κλαδικές ΣΣΕ και ΔΑ. Η τελευταία κλαδική συλλογική ρύθμιση που τέθηκε σε ισχύ για «τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού κίνησης – διοίκησης και βοηθητικού προσωπικού των ανά την χώρα ΚΤΕΛ ΑΕ και του Ροδιακού Οργανισμού Δημοτικών Αυτοκινήτων» είναι η με αρ. 50/2010 Διαιτητική Απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας διαιτησίας του ν. 1876/1990 από τον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας και η οποία δεσμεύει την Ομοσπονδία μας και, από την εργοδοτική πλευρά, τις εναγόμενες και τον Ροδιακό Οργανισμό Δημοτικών Αυτοκινήτων, ενώ παρέμβαση στις διαπραγματεύσεις άσκησε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Υπαλληλικού Προσωπικού Αυτοκινήτων. 
Με την εν λόγω κλαδική ρύθμιση, διατηρήθηκαν οι όροι αμοιβής (βασικοί μισθοί και επιδόματα) στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί με την προηγούμενη αντίστοιχη ΔΑ, χωρίς καμία περαιτέρω αύξηση, επαναλήφθηκαν κωδικοποιημένες διατάξεις προγενέστερων ΔΑ ως προς ορισμένα επιδόματα και ορίστηκε ότι διατηρούνται σε ισχύ οι όροι ΣΣΕ και ΔΑ που δεν τροποποιηιηκαν α[‘π αυτήν. Σύμφωνα με τη διάταξή της του άρθρου 9, η με αρ. 50/2010 ΔΑ, η οποία εκδόθηκε από τον ΟΜΕΔ την 10.11.2010 και κατατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας την 26.11.2010 (Π.Κ. Υπουργείο Εργασίας 26/16.11.2010) άρχισε να ισχύει την 1.1.2010 και είχε αόριστη διάρκεια. 
Με την με αρ. 6/28.2.2012 ΠΥΣ, με την οποία ρυθμίστηκαν θέματα για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, επήλθε μείζων νομοθετική μεταβολή στο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Με το άρθρο 2 της ΠΥΣ ορίστηκε ότι «οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δε μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δε μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη». Με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 ορίστηκε ότι «συλλογικές συμβάσεις που βρίσκονται σε ισχύ ήδη 24 μήνες μέχρι την 14.2.2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14.2.2013» και με την παρ. 3 ότι «συλλογικές συμβάσεις εργασίας που την 14.2.2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με την συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/1990». Παράλληλα, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5 της με αρ. 6/2012 ΠΥΣ καταργήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1876/1990, στην οποία ορίζονταν ότι: «Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συνάπτονται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Κάθε συλλογική σύμβαση εργασίας που προβλέπει διάρκεια ισχύος πέρα από το ένα έτος θεωρείται ότι έχει αόριστη διάρκεια».    
Αποτελεί πλέον σαφή νομοθετική επιλογή, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων για τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη, η απόδοση ορισμένης διάρκειας στις συλλογικές κανονιστικές ρυθμίσεις, τόσο σε αυτές που θα συναφθούν στο μέλλον, όσο και σε αυτές που βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός συγκεκριμένης ημερομηνίας λήξης στις ήδη ισχύουσες συλλογικές ρυθμίσεις, ώστε να εφαρμοστεί και σε αυτές ο γενικώς ισχύων πλέον κανόνας της ορισμένης, τριετούς κατ’ ανώτατο όριο διάρκειας, καθιστά αυτές ορισμένου χρόνου. Και τούτο διότι ο νομικός χαρακτηρισμός μιας ΣΣΕ ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν συνδέεται με καμία άλλη εκτίμηση πέραν της ύπαρξης εκ των προτέρων προσδιορισμένης ημερομηνίας λήξης της ισχύος της. 
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 1876/1990, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ, «Συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί από πριν από την πάροδο ενός έτους ή πριν από τη λήξη της, αν έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες που υπήρχαν κατά την υπογραφή της». Μετά τις τελευταίες νομοθετικές μεταβολές επομένως, για τις οποίες ελήφθησαν υπόψη οι παρούσες συνθήκες, κάθε ΣΣΕ και ΔΑ έχει ορισμένη διάρκεια και μπορεί να καταγγελθεί πριν την ορισμένη από το νόμο ημερομηνία λήξης της μόνο σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής των συνθηκών. Η συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. 
Όπως προεκτέθηκε, η ΔΑ 50/2010 ισχύει από την 1.1.2010, σύμφωνα επομένως με την παρ. 2 του άρθρου 2 της ΠΥΣ, ως ημερομηνία λήξης της ορίζεται η 14.2.2013. Οι αντίδικοι, οι δεσμευόμενες δηλαδή εργοδοτικές οργανώσεις πλην του Ροδιακού Οργανισμού Δημοτικών Αυτοκινήτων, με την από 28.3.2012 εξώδικη δήλωσή τους, που μας κοινοποιήθηκε αυθημερόν, κατήγγειλαν την ανωτέρω ΔΑ, πριν τη λήξη της,επικαλούμενοι τα ακόλουθα, ως προς τους λόγους που δικαιολογούν κατά την κρίση τους την καταγγελία: 
«Αφού λάβαμε υπόψη μας τις διατάξεις του ν. 1876/1990, για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις, όπως ισχύουν σήμερα μετά την ΠΥΣ 6/28.2.2012, και δεδομένου  ότι η τελευταία συλλογική ρύθμιση με την οποία καθορίζονται οι όροι αμοιβής και εργασίας του πάσης φύσεως προσωπικού των Αστικών και Υπεραστικών ΚΤΕΛ ΑΕ όλης της χώρας έγινε με την Διαιτητική Απόφαση με αρ. 50 το έτος 2010 (Π.Κ. Υπ. Εργασίας 26/16.11.2010) κρίναμε ότι θα πρέπει να επαναδιαπραγματευθούμε τους όρους αυτούς των εργαζομένων - μελών των πρωτοβάθμιων σωματείων των Ομοσπονδιών σας, προκειμένου να προσαρμοσθούν στις τρέχουσες συνθήκες της οικονομίας της Χώρας και ιδιαίτερα του κλάδου μας, ο οποίος έχει θιγεί από τον σοβαρό περιορισμό της επιβατικής κίνησης ανά την χώρα και του συγκοινωνιακού έργου γενικότερα. 
Όπως γνωρίζετε καλλίτερα κάθε άλλου και όπως αποδεικνύεται από την απλή μελέτη των πινάκων αποδοχών που καταβάλλονται τα τελευταία χρόνια στους εργαζόμενους που υπάγονται στη συλλογική ρύθμιση αυτή, η διαμόρφωση των αποδοχών και των λοιπών όρων εργασίας τους, κατά τα περισσότερα από τα προηγούμενα χρόνια, έγινε με τη δική μας συμφωνία και υπογραφή των κατ’  έτος ΣΣΕ του κλάδου μας. Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει ότι έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικά ακριβότερο, από πολλούς άλλους κλάδους εργαζομένων, μισθολόγιο, που σήμερα, με την κρατούσα οικονομική ύφεση της γενικής οικονομίας της χώρας μας και βάρη (φορολογικά, αύξηση τιμών καυσίμων και άλλα), που έχουν επιβληθεί σε βάρος των ιδιοκτητών μελών των οργανώσεών μας, η εκμετάλλευση πλέον των αυτοκινήτων μας έχει καταστεί όχι μόνο ασύμφορη αλλά και ελλειμματική»
Στο έγγραφο της καταγγελίας περιέχεται πρόταση για την κατάρτιση ΣΣΕ με την οποία θα καταργούνται τα περισσότερα από τα επιδόματα που ισχύουν επί δεκαετίες για το προσωπικό των ΚΤΕΛ και το σύνολο των ρυθμίσεων που αφορούν θεσμικά θέματα (άδειες, προστασία μητρότητας κλπ).  
Οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι αντίδικοι για την καταγγελία της με αρ. 50/2010 ΔΑ, διατυπωμένοι σκοπίμως αόριστα και χωρίς την παράθεση κανενός απολύτως οικονομικού μεγέθους που να τους επιβεβαιώνει, είναι ανύπαρκτοι, αβάσιμοι και σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετούν σημαντική μεταβολή των συνθηκών, τέτοια που να δικαιολογεί την καταγγελία της ισχύουσας ΔΑ πριν τη λήξη της, την 14.2.2013. 
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ανωτέρω επιστολή, γίνεται γενική επίκληση στην οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας, χωρίς όμως να προσδιορίζεται πως αυτή έχει επιδράσει, ποιοτικά και ποσοτικά, στις δραστηριότητες και τα οικονομικά μεγέθη των ΚΤΕΛ, τα οποία ως γνωστόν είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις που εξυπηρετούν κατ’  αποκλειστικότητα τις δημόσιες συγκοινωνίες. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι η αύξηση στην τιμή της βενζίνης και των διοδίων στρέφει όλο και περισσότερο το επιβατικό κοινό στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, αστικά και υπεραστικά, μιας και η χρήση οχημάτων ΙΧ καθίσταται πλέον απαγορευτική. Από τους μέχρι σήμερα δημοσιευμένους ισολογισμούς των μελών των αντιδίκων, προκύπτει ότι ο τζίρος τους βαίνει αυξανόμενος κατά τα τελευταία έτη και σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο εικόνα μείωσης του κύκλου των εργασιών τους. 
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2963/2001, η εκτέλεση και εκμετάλλευση του συγκοινωνιακού έργου των τακτικών αστικών και υπεραστικών επιβατικών γραμμών, υφισταμένων και νέων, ανατίθεται αποκλειστικά στους φορείς συγκοινωνιακού έργου που προβλέπει ο νόμος αυτός, ήτοι στις ανώνυμες εταιρίες των ΚΤΕΛ. Είναι επομένως εντελώς άστοχο το επιχείρημα ότι, μετά τις πρόσφατες αλλαγές, το μισθολόγιο των εργαζομένων στα ΚΤΕΛ είναι «σημαντικά ακριβότερο» από αυτό που ισχύει για πολλούς άλλους κλάδους, διότι τα ΚΤΕΛ ασκούν κατ’  αποκλειστικότητα τα συγκοινωνιακό έργο, λειτουργούν δηλαδή ως μονοπώλιο χωρίς ανταγωνισμό. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στον κλάδο των υπεραστικών και αστικών συγκοινωνιών, ούτε πεδίο σύγκρισης των αποδοχών υπάρχει, ούτε συνθήκες ανταγωνισμού οι οποίες να υπαγορεύουν τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους. 
 Αυτό που είναι όμως ακόμα πιο σημαντικό για τη διάγνωση του ακυρότητας της εν λόγω καταγγελίας είναι το γεγονός ότι οι συνθήκες της οικονομικής κρίσης και η ειδικότερη παράμετρος που αφορά την αύξηση της τιμής του πετρελαίου κίνησης, είχαν ληφθεί υπόψη κατά τις διαπραγματεύσεις και κατά τα διαδικασία μεσολάβησης και διαιτησίας που κατέληξε με την έκδοση της επίμαχης ΔΑ. 
Καταρχήν επισημαίνουμε ότι η με αρ. 50/2010 ΔΑ ισχύει από την 1.1.2010, εκδόθηκε όμως στα μέσα Νοεμβρίου του 2010, δηλαδή μόλις 14 μήνες πριν την υπό κρίση καταγγελία της από τους αντιδίκους. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά μεσολάβησης – διαιτησίας του ΟΜΕΔ και από τη μεσολαβητική  πρόταση που προηγήθηκε της με αρ. 50/2010 ΔΑ, οι δυο πρώτες των αντιδίκων ζήτησαν, και ενώ οι συνέπειες της κρίσης ήταν ήδη ορατές, να παραμείνουν σταθερές οι αποδοχές για τρία χρόνια, προτείνοντας ρητά να έχει η σύμβαση (σε περίπτωση συμφωνίας) διάρκεια τριών ετών.   Στοιχεία τα οποία επικαλέστηκε η εργοδοτική πλευρά για αυτή την πρόταση (καμία αύξηση για τρία χρόνια) ήταν η αύξηση της τιμής της βενζίνης, το γεγονός ότι δεν είχε εγκριθεί η αύξηση κομίστρου από το 2008,  και η αύξηση του ΦΠΑ από 9% σε 11%. Με την με αρ. πρωτ. 1806/2010 πρόταση μεσολάβησης της μεσολαβητού Μαρίας Ντότσικα υιοθετήθηκε η θέση της εργοδοτικής πλευράς περί μηδενικών αυξήσεων, αφού λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων, όπως ρητά αποτυπώνεται στην πρόταση μεσολάβησης, η επιβάρυνση των αστικών και υπεραστικών ΚΤΕΛ από τη αύξηση των τιμών των καυσίμων κατά 30% περίπου, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΤΑ η τιμή του λίτρου ήταν τον Αύγουστο του 2009 1,17 € και τον Αύγουστο του 2010, 1,60 €, στο ύψος δηλαδή που κυμαίνεται και σήμερα. 
Ο λόγος για τον οποίο η εργοδοτική πλευρά απέρριψε τη μεσολαβητική πρόταση και δεν συνήφθη ΣΣΕ το 2010 δεν ήταν οι αυξήσεις των αποδοχών (αφού καμία τέτοια αύξηση δεν περιεχόταν στην πρόταση), αλλά η ρύθμιση για τη χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας με τρόπο ανάλογο αυτού  που όριζε η Εθνική Γενική ΣΣΕ, ρύθμιση η οποία δεν είχε κανένα επιπρόσθετο μισθολογικό κόστος, αλλά προσέδιδε στα επιδόματα αυτά το χαρακτήρα τακτικών αποδοχών. Για τον ίδιο λόγο και χωρίς να διατυπώσει αντίρρηση σε κάποιο άλλο όρο της μεσολαβητικής πρότασης, η εργοδοτική πλευρά αρνήθηκε να υπογράψει ΣΣΕ κατά το στάδιο της διαιτησίας, με αποτέλεσμα την έκδοση της επίμαχης ΔΑ, με την οποία επαναλήφθηκε κατά βάση η μεσολαβητική πρόταση. 
Από το ανωτέρω ιστορικό προκύπτει ότι μόλις 14 μήνες πριν την ένδικη καταγγελία, στα τέλη του 2010, η εργοδοτική πλευρά ζήτησε να ρυθμισθούν οι όροι αμοιβής και εργασίας για τρία χρόνια με μηδενικές αυξήσεις στη διάρκεια της ισχύος της συναφθησόμενης ΣΣΕ.Ενώ δηλαδή οι διαστάσεις της κρίσης ήταν ήδη γνωστές σε όλους, η εργοδοτική πλευρά, κάνοντας τις εκτιμήσεις της για την πορεία των πραγμάτων στον κλάδο, επιδίωξε τριετή δέσμευση από ΣΣΕ που θα διατηρούσε τους μισθούς στα ίδια επίπεδα. Σημειωτέον δε ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματα της εργοδοτικής πλευράς κατά τις διαπραγματεύσεις για την απόδειξη των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα μέλη της, ήταν ότι δεν είχε αυξηθεί το κόμιστρο από το 2008. Ένα περίπου μήνα μετά την έκδοση της ΔΑ, με την με αρ. Β-58841/5546 Απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (ΦΕΚ Β 2165/31.12.2010), αυξήθηκε το κόμιστρο των αστικών και υπεραστικών ΚΤΕΛ κατά 11%, αύξηση η οποία υπερκαλύπτει τις όποιες απώλειες έχουν επέλθει από την αύξηση στην τιμή του πετρελαίου κίνησης, η οποία επαναλαμβάνουμε ότι ούτως ή άλλως είχε ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της ΔΑ. 
 
Επειδή η με αρ. 50/2010 Διαιτητική Απόφαση για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού κίνησης – διοίκησης των ανά την χώρα ΚΤΕΛ και του Ροδιακού Οργανισμού Δημοτικών Αυτοκινήτων λήγει την 14.2.2013, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 της με αρ. 6/2012 ΠΥΣ.
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 1876/1990, για να καταγγελθεί έγκυρα η ανωτέρω ΔΑ πριν την ημερομηνία λήξης της θα πρέπει να έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες που υπήρχαν κατά την κατάρτισή της. 
Επειδή οι αντίδικοι κατήγγειλαν την 28.3.2012 την με αρ. 50/2010 ΔΑ επικαλούμενοι αόριστα την οικονομική κρίση και όχι συγκεκριμένους λόγους για την έκτακτη καταγγελία, και ειδικότερα χωρίς να αναφέρουν κανένα ποιοτικό ή ποσοτικό στοιχείο για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στον κλάδο.     
Επειδή οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στον κλάδο των αστικών και υπεραστικών συγκοινωνιών είναι πολύ περιορισμένες, αν όχι ανύπαρκτες, δεδομένης της μαζικής στροφής του επιβατικού κοινού στα φθηνότερα μέσα μεταφοράς και του γεγονότος ότι τα μέλη των αντιδίκων ασκούν κατ’  αποκλειστικότητα το συγκοινωνιακό έργο χωρίς ανταγωνισμό. 
Επειδή η διάσταση της γενικότερης οικονομικής κρίσης είχε ληφθεί υπόψη κατά τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην έκδοση της με αρ. 50/2010 ΔΑ. 
Επειδή μετά την έκδοση της επίμαχης ΔΑ αυξήθηκε με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού  το κόμιστρο στις  αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες κατά 11% περίπου, εξέλιξη η οποία βελτίωσε τη θέση των μελών των αντιδίκων, σε σχέση με τα δεδομένα που υπήρχαν κατά την έκδοση της με αρ. 50/2010 ΔΑ, και κάλυψε όποιες απώλειες τυχόν επήλθαν εντωμεταξύ από άλλους παράγοντες. 
Επειδή επομένως δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά οι συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν κατά το χρόνο κατάρτισης της με αρ. 50/2010 ΔΑ. 
Επειδή ως εκ τούτου πρέπει να αναγνωρισθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου Σας ότι η από 28.3.2012 καταγγελία της με αρ. 50/2010 ΔΑ είναι άκυρη, αφού δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά οι συνθήκες από τότε που καταρτίσθηκε. 
Επειδή πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η με αρ. 50/2010 ΔΑ είναι έγκυρη και ισχυρή, αφού η καταγγελία της δεν αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα. 
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 9 του ν. 1876/1990, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, οι διαφορές για το κύρος των διαιτητικών αποφάσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η δε δικάσιμος ορίζεται υποχρεωτικά εντός 45 εργασίμων ημερών από την κατάθεση της αγωγής, ανεξάρτητα από πόσες υποθέσεις έχει η δικάσιμος. 
Επειδή η παρούσα αγωγή είναι νόμιμη, βάσιμη και ειλικρινής. 
Για τους λόγους αυτούς
ΖΗΤΩ
Να ορισθεί δικάσιμος εντός 45 ημερών από τη κατάθεση της παρούσας αγωγής. 
Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή. 
Να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 28.3.212 καταγγελίας της με αρ. 50/2010 Διαιτητικής Απόφασης για «τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού κίνησης – διοίκησης και βοηθητικού προσωπικού των ανά την χώρα ΚΤΕΛ ΑΕ και του Ροδιακού Οργανισμού Δημοτικών Αυτοκινήτων»  από τους αντιδίκους. 
Να αναγνωρισθεί ότι η με αρ. 50/2010 Διαιτητική Απόφαση «τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού κίνησης – διοίκησης και βοηθητικού προσωπικού των ανά την χώρα ΚΤΕΛ ΑΕ και του Ροδιακού Οργανισμού Δημοτικών Αυτοκινήτων» (ΠΚ Υπουργείο Εργασίας 26/16.11.2010) είναι έγκυρη και ισχυρή. 
Να καταδικαστούν οι αντίδικοι στη δικαστική μου δαπάνη.
 
Αθήνα, 3.4.2012
Η Πληρεξούσια Δικηγόρος